- επιδιαιτησία
- η1. η προσφυγή των ενδιαφερόμενων σε επιδιαιτητή (βλ. λ.) σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών.2. η αμετάκλητη απόφαση του επιδιαιτητή, η διαιτησία του επιδιαιτητή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.